Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τό βαρέλι

  • 1 бочка

    бочка ж το βαρέλι, το βυτίο
    * * *
    ж
    το βαρέλι, το βυτίο

    Русско-греческий словарь > бочка

  • 2 течь

    I течь Ι 1) (катиться) ρέω, κυλώ 2) (протекать) ρέω, τρέχω; στάζω (о крыше и т. л.)· бочка течёт το βαρέλι τρέχει 3) (о времени) περνώ, κυλώ II течь II ж το άνοιγμα, το ρήγμα
    * * *
    I
    1) ( катиться) ρέω, κυλώ
    2) ( протекать) ρέω, τρέχω; στάζω (о крыше и т. п.)

    бо́чка течёт — το βαρέλι τρέχει

    3) ( о времени) περνώ, κυλώ
    II ж
    το άνοιγμα, το ρήγμα

    Русско-греческий словарь > течь

  • 3 бочка

    θ.
    1. βαρέλι, βυτίο• πίθος•

    деревянная бочка ξύλινο βαρέλι, βαγένι, βουτσί•

    -из-под капусты λαχανοβάρελο (για τουρσί)•

    -водовозная νεροβάρελο.

    2. παλ. ρωσικό μέτρο υγρών ίσο με 480 λίτρες.
    εκφρ.
    бездонная бочкаβλ. бездонный• пить как бочка πίνω υπερβολικά, ρουφώ σαν καταβόθρα, σουρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > бочка

  • 4 нагнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. нагнал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнать нэт-нанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτάνω, εξισώνομαι.
    2. (για χρόνο) εξοικονομώ, κερ-ζω, ανακτώ•

    шофр -ал пять минут ο σωφέρ αναπλήρωσε τα πέντε λεπτά που έχασε.

    3. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω•

    на базар -ли много скота στο ζωοπάζαρο έφεραν πολλά ζώα•

    ветер -ал тучи ο άνεμος μάζεψε σύννεφα.

    4. εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ•

    нагнать страх εμπνέω φόβο, εμφοβώ•

    нагнать тоску προξενώ θλίψη•

    нагнать сон προκαλώ ύπνο.

    5. (χτυπώντας) βάζω, περνώ•

    обручи на бочку βάζω στεφάνια στο βαρέλι.

    6. αποστάζω, βγάζω με απόσταξη•

    нагнать бочку спирта βγάζω με απόσταξη ένα βαρέλι οινόπνευμα.

    εκφρ.
    нагнать цену – ανεβάζω (υψώνω) την τιμή.

    Большой русско-греческий словарь > нагнать

  • 5 баррель

    το βαρέλι (μέτρο χωρητικότητας) βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ (πίνακας 11).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баррель

  • 6 бочка

    1. (большой цилиндрический сосуд для жидкостей) το βαρέλι 2. ав. (фигура пилотажа) η περιστροφή 3. мор. το ναύ-δετο
    швартовная - ο πλωτήρας πρόσδεσης.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бочка

  • 7 обруч

    το στεφάν/ι, η στεφάνη
    набивать - и на бочку αρμόζω - ια σε βαρέλι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обруч

  • 8 бочка

    бочка
    ж τό βαρέλι, τό βυτίο[ν], ἡ βαρέλα; ◊ бездонная \бочка е; ὁ πίθος των Δαναίδων.

    Русско-новогреческий словарь > бочка

  • 9 бочонок

    бочонок
    м τό βαρέλι, τό βαρελάκι, τό πιθαράκι.

    Русско-новогреческий словарь > бочонок

  • 10 вкатить

    вкатить
    сов, вкатывать несов
    1. (что-л.) μπάζω κυλώντας, (κατρα)κυλῶ, κυλίω:
    \вкатить бо́чку в сарай κατρακυλώ τό βαρέλι στό ὑπόστεγο·
    2. (въехать) разг μπαίνω ὁρμητικά.

    Русско-новогреческий словарь > вкатить

  • 11 закупоривать

    закупоривать
    несов, закупорить сов
    1. βουλώνω, ταπώνω, σφραγίζω, πωματίζω; \закупоривать бутылку βουλώνω τό μπουκάλι· \закупоривать бочку σφραγίζω τό βαρέλι·
    2. мед. ἐμ-φράσσω.

    Русско-новогреческий словарь > закупоривать

  • 12 набивать

    набивать
    несов
    1. (παρα)γεμίζω:
    \набивать тру́бку γεμίζω τήν πίπα· \набивать до отказа γεμίζω φίσκα· 2.:
    \набивать обручи на бочку περνώ στεφάνια στό βαρέλι· \набивать набо́йки σολιάζω τά τακούνια·
    3. текст. ἀποτυπώνω· ◊ \набивать цены ἀνεβάζω τίς τιμές.

    Русско-новогреческий словарь > набивать

  • 13 набить

    наби́ть
    сов см. набивать· \набить гвоздей в стену καρφώνω καρφιά στον τοίχο· \набить обруч на бочку περνώ στεφάνι στό βαρέλι· ◊ \набить карман πλουτίζω, βγάζω· \набить ру́ку ἀποκτῶ πείρα· \набить оскомину а) μουδιάζουν τά δόντια, б) перен μπουχτίζω κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > набить

  • 14 наколачивать

    наколачивать
    несов μπήγω / καρφώνω (гвоздей):
    \наколачивать обручи на бочку περνώ στεφάνια στό βαρέλι.

    Русско-новогреческий словарь > наколачивать

  • 15 непочатый

    непочат||ый
    прил ἀθικτος, ἀκέραιος, ἀπείρακτος / ὀλοκληρος, ὁλάκερος (целый):
    \непочатыйая буханка хлеба τό ἀκέραιο καρβέλι, τό ἄθικτο καρβέλι· \непочатыйая бочка вина τό ἀπείραχτο βαρέλι κρασί· ◊ \непочатый край ἡ ἀφθονία, τό πλήθος· у меня \непочатый край работы ἔχω δουλειά βουνό.

    Русско-новогреческий словарь > непочатый

  • 16 отдавать

    отдавать
    несов
    1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·
    2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·
    3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:
    \отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:
    (помещать) τοποθετώ, βάζω:
    \отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·
    5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·
    6. мор.:
    \отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·
    7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:
    бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι.

    Русско-новогреческий словарь > отдавать

  • 17 откупоривать

    откупоривать
    несов, откупорить сов ξεστουπώνω,. ἐκπωματίζω, ξεστουμπώνω μπουκάλι (бутылку)/ ἀνοίγω βαρέλι (бочку).

    Русско-новогреческий словарь > откупоривать

  • 18 перекатить

    перекатить
    сов, перекатывать несов
    1. κυλώ κάτι, κατρακυλώ:
    перекатывать бочку с места на место κυλώ τό βαρέλι ἀπ' τό ἕνα μέρος στό ἀλλο.

    Русско-новогреческий словарь > перекатить

  • 19 подкатить

    подкатить
    сов, подкатывать несов
    1. (что-л.) κυλῶ, κατρακυλώ (μετ.):
    \подкатить бочку κυλῶ τό βαρέλι·
    2. (быстро подъезжать) разг φτάνω, σταματώ·
    3. безл:
    ком подкатил к го́рлу ἔνας κόμπος μοῦ στάθηκε στον λαιμό.

    Русско-новогреческий словарь > подкатить

  • 20 сельдь

    сельд||ь
    ж ἡ ρέγγα> ἡ σαρδέλλα· ◊ как \сельдьи в бо́чке разг σᾶν σαρδέλλες στό βαρέλι, στριμωγμένοι.

    Русско-новогреческий словарь > сельдь

См. также в других словарях:

  • βαρέλι — το 1. δοχείο που αποτελείται από σανίδες οι οποίες συσφίγγονται κυκλικά με ξύλινη ή μεταλλική στεφάνη και έχουν δύο παράλληλους πυθμένες, βαγένι: Θα σας δώσω κρασί απ το παλιό βαρέλι. 2. κάθε μεγάλο μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο: Στάζει το βαρέλι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρέλι — Δοχείο κυλινδρικό που είναι ελαφρώς διογκωμένο στη μέση του και κατασκευάζεται με τις λεγόμενες βαρελοσανίδες, δηλαδή ξύλινες σανίδες που συγκρατούνται και συνάπτονται με σιδερένια ή ξύλινα στεφάνια. Τα β. χρησιμεύουν για την αποθήκευση και τη… …   Dictionary of Greek

  • βουτσί — το (Μ βουττίον και βουττίν και βουτσίον και βουτσίν) ξύλινο βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού μσν. μέτρο χωρητικότητας πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βουτσίν < βουτσίον < *βουτίον < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι»] …   Dictionary of Greek

  • βυτίο — το 1. βαρέλι 2. μεταλλικό δοχείο μεγάλων διαστάσεων για εναποθήκευση ή μεταφορά υγρών καυσίμων, λυμάτων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (βλ. και βουτσί)] …   Dictionary of Greek

  • κάδη — η [κάδος] 1. μεγάλο ξύλινο δοχείο που μοιάζει με βαρέλι και χρησιμεύει για πάτημα σταφυλιών 2. ξύλινο δοχείο στο οποίο χτυπούν το γάλα για να χωρίσουν από αυτό το βούτυρο 3. βαρέλι για την τοποθέτηση τυριού ή βουτύρου …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • νεόκουφον — νεόκουφον, τὸ (Α) καινούργιος κάδος, καινούργιο βαρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κοῦφον «βυτίο, βαρέλι»] …   Dictionary of Greek

  • οινοβάρελο — το βαρέλι για κρασί, κρασοβάρελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οίνος + βαρέλι. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • τούνελ — Τεχνητό όρυγμα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, που χρησιμεύει για τη διοχέτευση νερού ή τη διέλευση σιδηροδρομικής γραμμής. Bλ. λ. σήραγγα. Είσοδος τούνελ (σήραγγα) στην περιοχή Καπρούν στις αυστριακές αυστριακές άλπεις (φωτ. ΑΠΕ). * * * το,… …   Dictionary of Greek

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

  • βαρελίσιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι βαλμένος σε βαρέλι ή βγαλμένος από βαρέλι: Τα βαρελίσια κρασιά είναι πια δυσεύρετα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»